χλαμύδιο

χλαμύδιο
το / χλαμύδιον, ΝΜΑ [χλαμύς, -ύδος]
νεοελλ.
1. βοτ. το απλό ή διπλό περιάνθιο ενός άνθους
2. στον πληθ. τα χλαμύδια
α) βοτ. τα υμενώδη περιβλήματα τού σπέρματος τών φυτών
β) (μικρβλ.) ομάδα ή, κατ' άλλους, τάξη αρνητικών κατά Γκραμ παρασιτικών βακτηρίων, αλλ. χλαμυδιώδη
αρχ.
1. υποκορ. τ. τού χλαμύς
2. ευτελές ένδυμα («λαβὼν χλαμύδιον εὐτελές δρόμῳ φεύγων ἐξέφυγεν», Πλούτ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • χλαμυδίσκη — και βοιωτ. τ. χλαμουδίσκα, ἡ, Α χλαμύδιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χλαμύς, ύδος + υποκορ. κατάλ. ίσκη (πρβλ. παιδ ίσκη). Η λ. απαντά στον βοιωτ. τ. χλαμουδίσκα] …   Dictionary of Greek

  • χλαμύδια — τα, Ν (μικρβλ.) βλ. χλαμύδιο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”